ανάκουος
Смотреть что такое "ανάκουος" в других словарях:
ανάκουος — η, ο αυτός που δεν υπακούει, ο ανυπάκουος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ακούω] … Dictionary of Greek
ανάκουος — η, ο αυτός που δεν υπακούει, ο ανυπάκουος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ακούω] … Dictionary of Greek